από

από
πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει:
1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι.
2. προέλευση: Γύρισε από τα ξένα.
3. απόσταση: Δεν απέχει πολύ ο Πειραιάς από την Αθήνα.
4. μεταβολή: Από δήμαρχος κλητήρας.
5. χρονική αφετηρία: Σε περίμενα από το πρωί.
6. καταγωγή: Είναι, βλέπεις, από σόι.
7. ποιητικό αίτιο: Η «Ιλιάδα» μεταφράστηκε από τον Πάλλη.
8. αναγκαστικό αίτιο: Το έκαμε από απροσεξία.
9. μέσο, όργανο: Ζει από τη δουλειά του.
10. ύλη: Είναι από ασήμι.
11. επιμερισμό: Πήραν ο καθένας από ένα διαμέρισμα.
12. αφαίρεση: Οχτώ από δώδεκα.
13. το όλο από το οποίο παίρνουμε ένα μέρος: Είναι κι αυτός ένας από τους πολλούς.
14. σε σχέση με, όσον αφορά: Από υγεία είμαστε καλά.
15. δεύτερο όρο σύγκρισης: Καλύτερος από τον αδελφό του.
16. πιάσιμο, ανάρτηση: Πιάστηκε από ένα θάμνο και δεν γκρεμίστηκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπό — ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

  • Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”